Το λιοντάρι και το ποντίκι
(από τους μύθους του Αισώπου)
Μια φορά κι έναν καιρό ένα μεγάλο λιοντάρι κοιμόταν του καλού καιρού στη σπηλιά του. Ξαφνικά, ένιωσε στον ύπνο του κάτι να το γαργαλάει. Άνοιξε τα μάτια του και είδε ένα ποντίκι να περπατάει πάνω του!
Το λιοντάρι θύμωσε πολύ που ένα ταπεινό και μικροσκοπικό ζώο τόλμησε να χαλάσει την ησυχία του. Κι αρπάζοντάς το με το πόδι του, ετοιμάστηκε να το κάνει μια χαψιά. Τότε το ποντίκι άρχισε να κλαίει και να το παρακαλάει:
- Άφησέ με, βασιλιά μου, να ζήσω κι εγώ μπορεί μια μέρα να στο ξεπληρώσω.
Το λιοντάρι γέλασε με τα λόγια που άκουσε και είπε:
- Σου χαρίζω τη ζωή, παρόλο που ποτέ δε θα μπορούσες εσύ να με βοηθήσεις!
Μια μέρα όμως, το λιοντάρι έπεσε σ’ ένα λάκκο-παγίδα που είχαν ανοίξει κάποιοι κυνηγοί, κι εκείνοι του έδεσαν τα πόδια με σκοινιά και έτρεξαν στο χωριό τους να φέρουν κι άλλους ανθρώπους να τους βοηθήσουν για να το κουβαλήσουν, επειδή ήταν πολύ βαρύ. Ύστερα από λίγη ώρα έτυχε να περνάει από κει ο ποντικός και άκουσε βογγητά. Κατέβηκε τότε στο λάκκο, είδε το δεμένο λιοντάρι και το γνώρισε.
- Κάποτε μου χάρισες τη ζωή, του είπε. Τώρα θα σου ξεπληρώσω την καλοσύνη σου και θα σε ελευθερώσω.
- Εσύ θα με ελευθερώσεις; Ρώτησε απορώντας το λιοντάρι. Πώς είναι δυνατόν;
- Τώρα θα δεις, είπε το ποντίκι.
Κι άρχισε, με τα δοντάκια του, να ροκανίζει τα σκοινιά που έδεναν τα πόδια του λιονταριού. Μετά από λίγο το λιοντάρι ήταν ελεύθερο.
-Σ’ευχαριστώ πολύ! Του είπε συγκινημένο το λιοντάρι.
- Σου είχα υποσχεθεί πως θα ξεπλήρωνα την καλοσύνη που μου έκανες και κράτησα την υπόσχεσή μου, απάντησε το ποντίκι. Τότε γέλασες μαζί μου, γιατί δεν πίστευες πως εγώ, ένα μικρό και αδύνατο ποντίκι θα μπορούσα να βοηθήσω εσένα, το βασιλιά των αγριμιών. Πρέπει να ξέρεις, όμως, πως κι οι πιο αδύνατοι μπορούν να ξεπληρώσουν το καλό που τους κάνουν οι δυνατότεροί τους.
της Ελένης Μαϊμάρη