Ο Καρυοθραύστης
(Απόσπασμα από το παραμύθι του Χόφμαν)
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Οι ετοιμασίες έδιναν και έπαιρναν κι ο κόσμος έτρεχε από το ένα μαγαζί στο άλλο για να αγοράσει τα τελευταία δώρα.
Εκείνο το βράδυ, στο σπίτι των θείων της Κλάρας θα γινόταν η καθιερωμένη γιορτή της Παραμονής και επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση. Μόνο η Κλάρα φαινόταν αδιάφορη. Η σκέψη της ήταν ακόμη στους γονείς της, που τους είχε χάσει και που ακόμα δεν μπορούσε να τους ξεχάσει. Κ όμως, οι θείοι της την είχαν δεχτεί σαν κόρη τους και την αγαπούσαν πολύ. Αντίθετα, η Μπέτυ και ο Φριτζ, τα ξαδέλφια της, τη βασάνιζαν επειδή τη ζήλευαν κι επειδή προτιμούσαν να τη δουν σ’ ένα Ορφανοτροφείο.
Αργότερα, στη διάρκεια της γιορτής, η Κλάρα καθόταν σε μια άκρη κι όπως πάντα έσφιγγε στην αγκαλιά της το αγαπημένο της παιχνίδι, έναν κούκλο που το στόμα του χρησίμευε για να σπάνε καρύδια. Η Κλάρα τον είχε βαφτίσει πρίγκιπα Καρυοθραύστη και του εμπιστευόταν όλες τις λύπες κι όλα τα όνειρά της.
Ήταν τόσο απορροφημένη από τις σκέψεις της που δεν είδε τα ξαδέρφια της που την πλησίασαν.
«Μπέτυ, κοίτα την καημένη την ορφανή! Δεν έχει καμία θέση εδώ, θάπρεπε να τη στείλουμε στο Ορφανοτροφείο!»
«Έχεις δίκιο. Κι’όμως αυτή κάθεται παράμερα σαν βασίλισσα και ξεχνά ότι τα αφεντικά είμαστε εμείς!»
«Σωστά! Είπε ο Φριτζ. «Όλα όσα έχει είναι δικά μας, μαζί κι αυτή η ηλίθια κούκλα!» και το αγόρι της άρπαξε τον Καρυοθραύστη απ’ την αγκαλιά της και τον πέταξε στο πάτωμα.
«Όχι! Δώστον μου πίσω!» φώναξε η Κλάρα κλαίγοντας.
«Ω, καημενούλη μου! Χτύπησες;» κορόιδεψαν τα δυό παιδιά κι απομακρύθηκαν.
Αρετή Σκαρίμβα
Πηγή: Χρυσά Παραμύθια, εκδόσεις Π.ΤΡΑΥΛΟΣ